- πολυθρήνητος
- -η, -ο / πολυθρήνητος, -ον, ΝΜΑαυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστος («πολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + < θρηνῶ (πρβλ. οξυ-θρήνητος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυθρήνητος — lamentable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρήνητος — η, ο αυτός που τον θρήνησαν ή τον θρηνούν πολύ, ο πολύκλαυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυθρηνήτως — πολυθρήνητος lamentable adverbial πολυθρήνητος lamentable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρήνητον — πολυθρήνητος lamentable masc/fem acc sg πολυθρήνητος lamentable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρηνήτου — πολυθρήνητος lamentable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρηνήτους — πολυθρήνητος lamentable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρηνήτων — πολυθρήνητος lamentable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρήνητε — πολυθρήνητος lamentable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] … Dictionary of Greek
ερίκλαυστος — ἐρίκλαυστος, ον και ἐρίκλαυτος, ον (Α) 1. αυτός που κλαίει πολύ 2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)] … Dictionary of Greek